αγκαθίζω

αγκαθίζω
[αγκάθι]
1. τρυπώ, τσιμπώ με αγκάθι ή αγκαθερό αντικείμενο
2. ενοχλώ, προσβάλλω, πειράζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αγκάθι — Όργανο του φυτού, αιχμηρό και σκληρό, που το προστατεύει από τους εχθρούς του, τα φυτοφάγα κυρίως ζώα, ενώ στα φυτά που ζουν σε θερμά και σκληρά κλίματα (κακτίδες, ευφορβιίδες κλπ.) ελαττώνει τη διαπνοή, περιορίζοντας την επιφάνεια. Προέρχεται… …   Dictionary of Greek

  • αγκαθώνω — [αγκάθι] 1. αγκαθίζω* 2. περιφράσσω κήπο κ.λπ. με αγκαθωτά φυτά για προστασία από τα ζώα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”